αμήνυτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αμήνυτα
- χωρίς (να έχει σταλεί) μήνυμα
- ξαφνικά, απρόσκλητα
- χωρίς (να έχει γίνει) μήνυση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμήνυτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αμήνυτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμήνυτος