αμήνυτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμήνυτα < αμήνυτος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

αμήνυτα

  1. χωρίς (να έχει σταλεί) μήνυμα
  2. ξαφνικά, απρόσκλητα
  3. χωρίς (να έχει γίνει) μήνυση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αμήνυτα