αμίμητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμίμητος < (λόγιο) ελληνιστική κοινή ἀμίμητος[1] < αρχαία ελληνική μιμέομαι / μιμοῦμαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈmi.mi.tɔs/
- συλλαβισμός : α‐μί‐μη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αμίμητος, -η, -ο
- που δεν μπορούν να τον μιμηθούν ή να τον ξεπεράσουν
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμίμητος
|
[επεξεργασία]
- ↑ «αμίμητος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.