Μετάβαση στο περιεχόμενο

αμίνη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμίνη οι αμίνες
      γενική της αμίνης των αμινών
    αιτιατική την αμίνη τις αμίνες
     κλητική αμίνη αμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική amine < ammonia < λατινική ammoniacus < Ammon < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
imn
n
A40
(jmn)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈmi.ni/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αμίνη θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]