αμανίκωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμανίκωτος < μεσαιωνική ελληνική αμανίκωτος < ἀ- + μανίκι + -ωτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αμανίκωτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωρίς μανίκια