αμαξίδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμαξίδιο τα αμαξίδια
      γενική του αμαξιδίου των αμαξιδίων
    αιτιατική το αμαξίδιο τα αμαξίδια
     κλητική αμαξίδιο αμαξίδια
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμαξίδιο < ελληνιστική κοινή ἁμαξίδιον, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chariot[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.maˈksi.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μα‐ξί‐δι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμαξίδιο ουδέτερο

  1. μικρό όχημα με το οποίο πραγματοποιούνται μετακινήσεις
  2. το αναπηρικό αμαξίδιο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αμαξίδιοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)