αμαξωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμαξωτός η αμαξωτή το αμαξωτό
      γενική του αμαξωτού της αμαξωτής του αμαξωτού
    αιτιατική τον αμαξωτό την αμαξωτή το αμαξωτό
     κλητική αμαξωτέ αμαξωτή αμαξωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμαξωτοί οι αμαξωτές τα αμαξωτά
      γενική των αμαξωτών των αμαξωτών των αμαξωτών
    αιτιατική τους αμαξωτούς τις αμαξωτές τα αμαξωτά
     κλητική αμαξωτοί αμαξωτές αμαξωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμαξωτός < αμαξιτός + -ωτός (λανθασμένη δημιουργία) < αρχαία ελληνική ἁμαξιτός < ἅμαξα (< ἄξων < ἄγω) + εἶμι

Επίθετο[επεξεργασία]

αμαξωτός, -ή, -ό

  • άλλη μορφή του αμαξιτός
    Ο Άγρας δεν ήξερε λέξη τούρκικα. Μα με γνεψίματα συνεννοήθηκε κουτσά στραβά με τον Τούρκο, χωρίς τη βοήθεια του Αποστόλη, και πεζή τον ακολούθησε ως τον αμαξωτό δρόμο, ήσυχος, αμέριμνος, βασιζόμενος στο λόγο του Χαλίλμπεη. Και είχε δίκαιο. (Πηνελόπη Δέλτα, Στα μυστικά του βάλτου, 11)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]