αμαρτωλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμαρτωλός < αρχαία ελληνική ἁμαρτωλός
Επίθετο[επεξεργασία]
αμαρτωλός, -ή, -ό
- (και ως ουσιαστικό) που έχει διαπράξει αμαρτίες, έχει παραβεί τους κανόνες της θρησκείας
- ένας αμαρτωλός άνθρωπος
- (μεταφορικά) που έχει παραβιάσει ηθικούς και ποινικούς νόμους
- που αποτελεί αμαρτία ή περιέχει αμαρτίες
- μια αμαρτωλή πράξη
- έζησε αμαρτωλή ζωή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμαρτωλός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμαρτωλός
|