αμαρυλλίδα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμαρυλλίδα < αρχαία ελληνική Ἀμαρυλλίς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμαρυλλίδα θηλυκό
- (βοτανική, λουλούδι) φυτό που ανήκει στο είδος κρίνου (Amaryllis belladonna)
- (βοτανική, λουλούδι) φυτό που ανήκει στο γένος Ιππίαστρον (Hippeastrum)