αμερικάνικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμερικάνικα < αμερικάνικ(ος) + -α
- για τη γλώσσα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αμερικάνικος στον πληθυντικό
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.me.ɾiˈka.ni.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐ρι‐κά‐νι‐κα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αμερικάνικα
- με αμερικάνικο τρόπο
- στην αμερικανική γλώσσα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Αμερική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμερικάνικα
|
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αμερικάνικα | ||
γενική | των | αμερικάνικων | ||
αιτιατική | τα | αμερικάνικα | ||
κλητική | αμερικάνικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
αμερικάνικα ουδέτερο στον πληθυντικό
- (γλώσσα)
- (λαϊκότροπο) η αγγλική γλώσσα
- ↪ τα μιλάει καλά τ' αμερικάνικα
- ※ Να παίζει το τρανζίστορ τ’ αμερικάνικα / κι εσύ περνάς στους δρόμους / με το μπουφάν στους ώμους / και τα πουκαμισάκια τα κοντομάνικα. (Να παίζει το τρανζίστορ, στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, εκτέλεση: Μαρινέλλα, 1978)
- (οικείο) τα αγγλικά της Αμερικής, των ΗΠΑ
- (λαϊκότροπο) η αγγλική γλώσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμερικάνικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμερικάνικος
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)