αμερικανόπουλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμερικανόπουλο τα αμερικανόπουλα
      γενική του αμερικανόπουλου των αμερικανόπουλων
    αιτιατική το αμερικανόπουλο τα αμερικανόπουλα
     κλητική αμερικανόπουλο αμερικανόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμερικανόπουλο < αμερικαν- + -όπουλο[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.me.ɾi.kaˈno.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐με‐ρι‐κα‐νό‐που‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμερικανόπουλο ουδέτερο (θηλυκό αμερικανοπούλα)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]