αμεσότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμεσότητα < μεσαιωνική ελληνική ἀμεσότης < ἄμεσος < αρχαία ελληνική μέσον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμεσότητα θηλυκό
- το να γίνεται κάτι άμεσα, χωρίς την μεσολάβηση ή την παρεμβολή κάποιου
- το να γίνεται κάτι άμεσα, στο εγγύς μέλλον
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μέσο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωρίς μεσολάβηση