αμετακόμιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμετακόμιστος < α- + μετακομίζω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αμετακόμιστος
- που δεν έχει μετακομιστεί
- που δεν είναι δυνατόν να μετακομιστεί
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμετακόμιστος
|