αμηνόρροια
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αμηνόρροια | αμηνόρροιες |
γενική | αμηνόρροιας | αμηνορροιών |
αιτιατική | αμηνόρροια | αμηνόρροιες |
κλητική | αμηνόρροια | αμηνόρροιες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμηνόρροια < γαλλική aménorrhée < α- (στερητικό) + αρχαία ελληνική μην + -ροια (< αρχαία ελληνική ῥέω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμηνόρροια θηλυκό
- η έλλειψη ή η διακοπή της εμμήνου ρύσεως, είτε λόγω φυσιολογικών αιτίων (εγκυμοσύνη, γαλουχία, εμμηνόπαυση) είτε από παθολογικούς παράγοντες (έλλειψη ή πλεόνασμα ορμονών, κύστεις, όγκους κ.λπ.)