αμιγώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμιγώς < αμιγής< από το ασθενές θέμα μιγ- παρατατικός έμισγον και μέση φωνή μίσγομαι.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.miˈɣos/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αμιγώς

αμιγώς ελληνικός πληθυσμός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]