αμινογλυκοσίδη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμινογλυκοσίδη οι αμινογλυκοσίδες
      γενική της αμινογλυκοσίδης των αμινογλυκοσιδών
    αιτιατική την αμινογλυκοσίδη τις αμινογλυκοσίδες
     κλητική αμινογλυκοσίδη αμινογλυκοσίδες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμινογλυκοσίδη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aminoglycoside < amine (< ammonia < λατινική ammoniacus < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή jmn) +‎ glycoside (< αρχαία ελληνική γλυκύς)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμινογλυκοσίδη θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]