αμισθί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμισθί < ἀμισθί < ἄμισθος + παραγωγικό πρόσφυμα -ι
Επίρρημα[επεξεργασία]
αμισθί (τροπικό)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμισθί