αμλέτιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμλέτιος | η | αμλέτια | το | αμλέτιο |
γενική | του | αμλέτιου | της | αμλέτιας | του | αμλέτιου |
αιτιατική | τον | αμλέτιο | την | αμλέτια | το | αμλέτιο |
κλητική | αμλέτιε | αμλέτια | αμλέτιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμλέτιοι | οι | αμλέτιες | τα | αμλέτια |
γενική | των | αμλέτιων | των | αμλέτιων | των | αμλέτιων |
αιτιατική | τους | αμλέτιους | τις | αμλέτιες | τα | αμλέτια |
κλητική | αμλέτιοι | αμλέτιες | αμλέτια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αμλέτιος, -α, -ο
- άλλη μορφή του αμλετικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμλέτιος
|