αμλετισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμλετισμός αρσενικό
- το να είναι κανείς αναποφάσιστος
- Ο ήρωας που έθεσε το ερώτημα «να ζει κανείς ή να μη ζει» και ταυτίστηκε με την έννοια του μυστηριώδη και αμφιταλαντευόμενου ανθρώπου, παίρνοντας παροιμιώδεις διαστάσεις και γεννώντας με τη συμπεριφορά του το επίθετο «αμλετικός» και τον όρο «αμλετισμός», ζωντανεύει σε μια πρωτότυπη σκηνική ανάγνωση. (*)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμλετισμός
|