αμμουδεριστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμμουδεριστής < αμμουδερίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμμουδεριστής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που γενικά διευθετεί άμμο, στρώνει, ομαλοποιεί, καθαρίζει κ.λπ.
- (επάγγελμα) ειδικότερα: ο τεχνίτης που διευθετεί σε δοχεία άμμο και τροφοδοτεί τον συμπιεστή (κομπρεσέρ) της αμμοβολής
- ο τεχνίτης αμμουδεριστής είναι βοηθός του αμμοβολιστή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμμουδεριστής
|