αμμουδιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμμουδιά οι αμμουδιές
      γενική της αμμουδιάς των αμμουδιών
    αιτιατική την αμμουδιά τις αμμουδιές
     κλητική αμμουδιά αμμουδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αμμουδιά στη Χονολουλού

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμμουδιά < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.muˈðʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμ‐μου‐διά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμμουδιά θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]