αμμωνιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμμωνιακά < αμμωνιακός + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]αμμωνιακά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμμωνιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αμμωνιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αμμωνιακό