αμμότοπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμμότοπος αρσενικό
- τόπος γεμάτος άμμο
- (κατ’ επέκταση) άγονος τόπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμμότοπος
|