αμνηστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμνηστία < ελληνιστική κοινή ἀμνηστία (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀμνηστία < ἄμνηστος (= λησμονημένος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμνηστία θηλυκό
- επίσημη απόφαση από κρατική αρχή που απαλλάσσει κάποιον από τις νομικές συνέπειες ορισμένων παράνομων του πράξεων ή πολιτικών εγκλημάτων, ειδικά πριν γίνει μια δίκη, και συνήθως για σύνολο ανθρώπων, χάρη
- ※ Βάσει του νόμου για την παροχή αμνηστίας, που ψήφισε στις 18 Δεκεμβρίου η ρωσική Δούμα, αποφυλακίστηκαν χθες δύο μέλη του ρωσικού πανκ συγκροτήματος «Pussy Riot». (εφ. Ελευθεροτυπία, 24.12.2013.)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αμνήστευση
- αμνηστεύσιμος
- αμνηστευτικός
- αμνηστεύω
- → δείτε τη λέξη μνήμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμνηστία
- ↑ αμνηστεία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)