αμονοπώλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμονοπώλητος η αμονοπώλητη το αμονοπώλητο
      γενική του αμονοπώλητου της αμονοπώλητης του αμονοπώλητου
    αιτιατική τον αμονοπώλητο την αμονοπώλητη το αμονοπώλητο
     κλητική αμονοπώλητε αμονοπώλητη αμονοπώλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμονοπώλητοι οι αμονοπώλητες τα αμονοπώλητα
      γενική των αμονοπώλητων των αμονοπώλητων των αμονοπώλητων
    αιτιατική τους αμονοπώλητους τις αμονοπώλητες τα αμονοπώλητα
     κλητική αμονοπώλητοι αμονοπώλητες αμονοπώλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμονοπώλητος < α- + μονοπωλώ + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αμονοπώλητος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]