αμουρούζα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμουρούζα
- (κυπριακή διάλεκτος) ερωμένη
Χρήση:
- Χρονικόν της Κύπρου, Λεόντιος Μαχαιράς, 15ος αιώνας
- Μικρός ερμηνευτικός και ετυμολογικός θησαυρός της Κυπριακής διαλέκτου: απότο δέκατο τρίτο αιώνα μέχρι σήμερα, τόμος 58, Βιβλιοθήκη Κυπρίων λαϊκών ποιητών, Κωνσταντίνος Γ. Γιανκουλλές, Παγκύπριος Σύνδεσμος Ευημερίας Τυφλών, 1997
Δες επίσης: μορόζα (Ελλάδα, 18ος αιώνα περισσότερο) και αμορόζα (Ελλάδα)