αμπάδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμπάδικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αμπάδικος, -η, -ο
- (ιδιωματικό, για ζώα) συνώνυμο του ακέρατος [1] (στη ναξιακή και ευρύτερα κυκλαδική διάλεκτο)
- ↪ αμπάδικος τράος, αμπάδικη γίδα, αμπάδικο κριόπουλο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμπάδικος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμος 7-10, Ακαδημία Αθηνών, 1955, σελ. 66