αμπάδικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμπάδικος η αμπάδικη το αμπάδικο
      γενική του αμπάδικου της αμπάδικης του αμπάδικου
    αιτιατική τον αμπάδικο την αμπάδικη το αμπάδικο
     κλητική αμπάδικε αμπάδικη αμπάδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμπάδικοι οι αμπάδικες τα αμπάδικα
      γενική των αμπάδικων των αμπάδικων των αμπάδικων
    αιτιατική τους αμπάδικους τις αμπάδικες τα αμπάδικα
     κλητική αμπάδικοι αμπάδικες αμπάδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπάδικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αμπάδικος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμος 7-10, Ακαδημία Αθηνών, 1955, σελ. 66