αμπάλατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπάλατος < α- + (μεσαιωνική) μπάλατος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

αμπάλατος

  1. (κυπριακά) άξεστος, αγροίκος, ενοχλητικός, δύστροπος
    Την περασμένη Παρασκευή, κάποιοι «αμπάλατοι», κατέβασαν από ιστό του Πανεπιστημίου Κύπρου τη σημαία της ΛΟΑΤ+ κοινότητας, καταστρέφοντάς την, επειδή δεν συμφώνησαν με την κίνηση του Πανεπιστημίου [1]