αμπαλάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Γυναίκα που αμπαλάρει ένα δέμα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπαλάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική abballar(e) + [1][2] < → δείτε τη λέξη balla

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /am.baˈla.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μπα‐λά‐ρω

Ρήμα[επεξεργασία]

αμπαλάρω, στ.μέλλ.: θα αμπαλάρω, αόρ.: αμπαλάρισα, παθ.φωνή: αμπαλάρομαι, π.αόρ.: αμπαλαρίστηκα, μτχ.π.π.: αμπαλαρισμένος

  • τοποθετώ με τάξη αντικείμενα μέσα σε κιβώτιο, κουτί, φάκελο κλπ ή τα τυλίγω με χαρτί ή άλλο παρόμοιο υλικό και στη συνέχεια ασφαλίζω το δέμα πριν το μεταφέρω ή το στείλω ταχυδρομικώς κάπου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]