αμπελοοινικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμπελοοινικός η αμπελοοινική το αμπελοοινικό
      γενική του αμπελοοινικού της αμπελοοινικής του αμπελοοινικού
    αιτιατική τον αμπελοοινικό την αμπελοοινική το αμπελοοινικό
     κλητική αμπελοοινικέ αμπελοοινική αμπελοοινικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμπελοοινικοί οι αμπελοοινικές τα αμπελοοινικά
      γενική των αμπελοοινικών των αμπελοοινικών των αμπελοοινικών
    αιτιατική τους αμπελοοινικούς τις αμπελοοινικές τα αμπελοοινικά
     κλητική αμπελοοινικοί αμπελοοινικές αμπελοοινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπελοοινικός < αμπέλι + -ο- + οινικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αμπελοοινικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την αμπελοοινική ή αναφέρεται σ’ αυτή
    Ο αμπελοοινικός τομέας αποτελεί σημαντικό πυλώνα της αγροδιατροφικής μας πολιτικής και ο οίνος ένα σημαντικό αγροτικό προϊόν για τη χώρα μας, που δίνει τον τόνο της εξωστρέφειας που πρέπει να αποκτήσουμε για όλη μας την αγροτική παραγωγή. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]