αμυγδαλάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμυγδαλάτος η αμυγδαλάτη το αμυγδαλάτο
      γενική του αμυγδαλάτου της αμυγδαλάτης του αμυγδαλάτου
    αιτιατική τον αμυγδαλάτο την αμυγδαλάτη το αμυγδαλάτο
     κλητική αμυγδαλάτε αμυγδαλάτη αμυγδαλάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμυγδαλάτοι οι αμυγδαλάτες τα αμυγδαλάτα
      γενική των αμυγδαλάτων των αμυγδαλάτων των αμυγδαλάτων
    αιτιατική τους αμυγδαλάτους τις αμυγδαλάτες τα αμυγδαλάτα
     κλητική αμυγδαλάτοι αμυγδαλάτες αμυγδαλάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμυγδαλάτος < μεσαιωνική ελληνική ἀμυγδαλάτος < αρχαία ελληνική ἀμύγδαλον

Επίθετο[επεξεργασία]

αμυγδαλάτος, -η, -ο

  1. που έχει φτιαχτεί από αμύγδαλο ή με αμύγδαλο
     συνώνυμα: αμυγδαλένιος
  2. που έχει το σχήμα του αμύγδαλου
     συνώνυμα: αμυγδαλοειδής, αμυγδαλόσχημος, αμυγδαλωτός
  3. που έχει το μέγεθος του αμύγδαλου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]