αμυγδαλάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμυγδαλάτος < μεσαιωνική ελληνική ἀμυγδαλάτος < αρχαία ελληνική ἀμύγδαλον
Επίθετο[επεξεργασία]
αμυγδαλάτος, -η, -ο
- που έχει φτιαχτεί από αμύγδαλο ή με αμύγδαλο
- που έχει το σχήμα του αμύγδαλου
- που έχει το μέγεθος του αμύγδαλου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αμύγδαλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμυγδαλάτος
|