αμυγδαλεώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμυγδαλεώνας < (καθαρεύουσα) ἀμυγδαλ(ή) + -εών. Λόγια επίδραση στο αμυγδαλιώνας.[1] Αναλύεται σε αμυγδαλ(ιά) + -εώνας
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.mi.ɣða.leˈo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μυ‐γδα‐λε‐ώ‐νας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμυγδαλεώνας αρσενικό
- (γεωπονία) έκταση στην οποία έχουν φυτεύσει αμυγδαλιές
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμυγδαλεώνας
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αμυγδαλεώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας