αμυλοείδωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμυλοείδωση οι αμυλοειδώσεις
      γενική της αμυλοείδωσης* των αμυλοειδώσεων
    αιτιατική την αμυλοείδωση τις αμυλοειδώσεις
     κλητική αμυλοείδωση αμυλοειδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμυλοειδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμυλοείδωση < άμυλο + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμυλοείδωση θηλυκό

  • (ιατρική) σπάνια ασθένεια που εμφανίζεται όταν οι πρωτεΐνες που ονομάζονται ινίδια αμυλοειδούς συγκεντρώνονται στα όργανα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]