αμυλόζη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμυλόζη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμυλόζη θηλυκό
- (βιολογία, βιοχημεία) πολυμερής υδατάνθρακας που συντίθεται από διακλαδούμενες αλυσίδες μονάδων γλυκόζης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμυλόζη
|