Μετάβαση στο περιεχόμενο

αμφίβιο

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμφίβιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αμφίβιος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aɱˈfi.vi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμφίβιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμφίβιο τα αμφίβια
      γενική του αμφιβίου
& αμφίβιου
των αμφιβίων
    αιτιατική το αμφίβιο τα αμφίβια
     κλητική αμφίβιο αμφίβια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αμφίβιο ουδέτερο

  1. (ταξινομία) ζώο που ανήκει στην ομοταξία των αμφιβίων
  2. όχημα που μπορεί να κινείται και στο νερό και στην ξηρά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αμφίβιο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αμφίβιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αμφίβιος