αμφίβιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμφίβιος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἀμφίβιος. Συγχρονικά αναλύεται σε αμφί- + -βιος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɱˈfi.vi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐φί‐βι‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
αμφίβιος -α -ο
- (ζωολογία) που ζει και στην ξηρά και στο νερό
- (μέσο μεταφορών: για οχήματα) που κινείται και στην ξηρά και στο νερό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «ωραίος»
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αμφί- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Μέσα μεταφορών (νέα ελληνικά)