αμφίρροπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμφίρροπος < αρχαία ελληνική ἀμφίρροπος < ἀμφί + ῥέπω
Επίθετο
[επεξεργασία]αμφίρροπος -η -ο
- που μπορεί να λάβει τη μία ή την άλλη τροπή, που ταλαντεύεται μεταξύ δύο αποφάσεων ή εξίσου πιθανών εκβάσεων, που το αποτέλεσμά του δεν έχει κριθεί ακόμη