αμφίστομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμφίστομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμφίστομος
Επίθετο[επεξεργασία]
αμφίστομος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμφίστομος
|