αμφιβολία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμφιβολία < αρχαία ελληνική ἀμφιβολία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμφιβολία θηλυκό