αμφιρρέπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμφιρρέπω < αμφί + ρέπω (πβ. αρχαία ελληνική ἀμφιρρεπής)
Ρήμα
[επεξεργασία]αμφιρρέπω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αμφιρρεπής
- αμφίρροπος
- → δείτε τις λέξεις αμφί και ρέπω