αμφισβητίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αμφισβητίας | οι | αμφισβητίες |
γενική | του/της | αμφισβητία | των | αμφισβητιών |
αιτιατική | τον/την | αμφισβητία | τους/τις | αμφισβητίες |
κλητική | αμφισβητία | αμφισβητίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμφισβητίας < αμφισβητώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμφισβητίας αρσενικό και θηλυκό
- εκείνος/η που αμφισβητεί τα πάντα, που δεν αμφισβητεί απλώς κάτι συγκεκριμένο, αλλά εγείρει διαρκώς ενστάσεις για όλα