αμφισημία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμφισημία < αμφίσημος + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ambiguïté)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμφισημία θηλυκό
- (γραμματική) λέξη ή φράση με διφορούμενη ή διπλή σημασία
- Η ορολογία τελικά έχει τη σημασία της. Αλλη φινέτσα έχει η εφεδρεία, διαφορετικό κύρος διαθέτει η διαθεσιμότητα. Η κινητικότητα, με τη σειρά της, έχει μια αμφισημία. Η επιλογή της λέξης αφήνει τη φαντασία μας να διεισδύσει στα πολιτικά γραφεία, εκεί όπου υπουργοί, επικοινωνιολόγοι και διάφοροι επιτήδειοι ανοίγουν λεξικά για να βρουν την πιο βελούδινη εκφορά. Σαν να είναι ντροπή να πουν άμεσα στον κόσμο ότι πρόκειται για απολύσεις. Η λογική της απόλυσης ταιριάζει στον ιδιωτικό τομέα. Στους δημοσίους υπαλλήλους επιφυλάσσεται καλύτερη γλωσσική μεταχείριση. (*)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αμφισημία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)