αμόλυβδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμόλυβδος η αμόλυβδη το αμόλυβδο
      γενική του αμόλυβδου της αμόλυβδης του αμόλυβδου
    αιτιατική τον αμόλυβδο την αμόλυβδη το αμόλυβδο
     κλητική αμόλυβδε αμόλυβδη αμόλυβδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμόλυβδοι οι αμόλυβδες τα αμόλυβδα
      γενική των αμόλυβδων των αμόλυβδων των αμόλυβδων
    αιτιατική τους αμόλυβδους τις αμόλυβδες τα αμόλυβδα
     κλητική αμόλυβδοι αμόλυβδες αμόλυβδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμόλυβδος < α- στερητικό + μόλυβδος

Επίθετο[επεξεργασία]

αμόλυβδος, -η, -ο

αμόλυβδη βενζίνη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]