αμόλυντα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμόλυντα < αμόλυντος

Επίρρημα[επεξεργασία]

αμόλυντα

  1. με τρόπο αποστειρωμένο
  2. με τρόπο αγνό, αμόλυντο με τη μεταφορική έννοια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]