Μετάβαση στο περιεχόμενο

αμόρσα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμόρσα οι αμόρσες
      γενική της αμόρσας των αμορσών
    αιτιατική την αμόρσα τις αμόρσες
     κλητική αμόρσα αμόρσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμόρσα < (άμεσο δάνειο) γαλλική amorce

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αμόρσα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]