αμύνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμύνομαι < (ελληνιστική κοινή) ἀμύνομαι < αρχαία ελληνική ἀμύνω
Ρήμα
[επεξεργασία]αμύνομαι (αποθετικό ρήμα)
- αντιμετωπίζω και προσπαθώ να αποκρούσω μια επίθεση (βίαιη, στρατιωτική ή λεκτική ή στο πλαίσιο αθλητικού αγώνα), υπερασπίζομαι τον εαυτό μου και άλλους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμύνομαι | αμυνόμουν(α) | θα αμύνομαι | να αμύνομαι | αμυνόμενος | |
β' ενικ. | αμύνεσαι | αμυνόσουν(α) | θα αμύνεσαι | να αμύνεσαι | (αμύνου) | |
γ' ενικ. | αμύνεται | αμυνόταν(ε) | θα αμύνεται | να αμύνεται | ||
α' πληθ. | αμυνόμαστε | αμυνόμαστε αμυνόμασταν |
θα αμυνόμαστε | να αμυνόμαστε | ||
β' πληθ. | αμύνεστε | αμυνόσαστε αμυνόσασταν |
θα αμύνεστε | να αμύνεστε | (αμύνεστε) | |
γ' πληθ. | αμύνονται | αμύνονταν αμυνόντουσαν |
θα αμύνονται | να αμύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αμύνθηκα | θα αμυνθώ | να αμυνθώ | αμυνθεί | ||
β' ενικ. | αμύνθηκες | θα αμυνθείς | να αμυνθείς | αμύνσου | ||
γ' ενικ. | αμύνθηκε | θα αμυνθεί | να αμυνθεί | |||
α' πληθ. | αμυνθήκαμε | θα αμυνθούμε | να αμυνθούμε | |||
β' πληθ. | αμυνθήκατε | θα αμυνθείτε | να αμυνθείτε | αμυνθείτε | ||
γ' πληθ. | αμύνθηκαν αμυνθήκαν(ε) |
θα αμυνθούν(ε) | να αμυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αμυνθεί | είχα αμυνθεί | θα έχω αμυνθεί | να έχω αμυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις αμυνθεί | είχες αμυνθεί | θα έχεις αμυνθεί | να έχεις αμυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αμυνθεί | είχε αμυνθεί | θα έχει αμυνθεί | να έχει αμυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αμυνθεί | είχαμε αμυνθεί | θα έχουμε αμυνθεί | να έχουμε αμυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αμυνθεί | είχατε αμυνθεί | θα έχετε αμυνθεί | να έχετε αμυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αμυνθεί | είχαν αμυνθεί | θα έχουν αμυνθεί | να έχουν αμυνθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμύνομαι