ανάγκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ανάγκη | ανάγκες |
γενική | ανάγκης | αναγκών |
αιτιατική | ανάγκη | ανάγκες |
κλητική | ανάγκη | ανάγκες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάγκη < αρχαία ελληνική ἀνάγκη < ἀν- + ἀγκή / ἀγκών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂enǵʰ- (σφιχτός, στενός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανάγκη θηλυκό
- ό,τι μάς επιβάλλεται, χωρίς να μπορούμε να το αποφύγουμε
- αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες και έχει να καλύψει έντονες βιοποριστικές ανάγκες
- (κατ’ επέκταση) δυσάρεστη κατάσταση
- (μεταφορικά) (οικείο) η αφόδευση ή η ούρηση