ανάγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανάγω < ἀνάγω < ανά + άγω

ανάγω

  1. αναβιβάζω
  2. αλλάζω έναν υπολογισμό με έναν ισοδύναμο ή πιο εύκολο, απλούστερο από την αρχική του μορφή
  3. βρίσκω την αιτία για κάτι
  4. προσδιορίζω χρονικά την προέλευση ή την καταγωγή

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]