ανάερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάερος η ανάερη το ανάερο
      γενική του ανάερου της ανάερης του ανάερου
    αιτιατική τον ανάερο την ανάερη το ανάερο
     κλητική ανάερε ανάερη ανάερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάεροι οι ανάερες τα ανάερα
      γενική των ανάερων των ανάερων των ανάερων
    αιτιατική τους ανάερους τις ανάερες τα ανάερα
     κλητική ανάεροι ανάερες ανάερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανάερος < ανά και αέρας

Επίθετο[επεξεργασία]

ανάερος

  1. αέρινος, σαν να μην είναι πλασμένος από ύλη, αιθέριος, λεπτός


Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανάερος < α στερητικό και αέρας

Επίθετο[επεξεργασία]

ανάερος

  1. που είναι πνιγηρός, δεν αερίζεται καλά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]