ανάκατα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάκατα < ανάκατ(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανάκατα
- ανακατωμένα, χωρίς σειρά, μπερδεμένα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανάκατα
→ δείτε τη λέξη άνω κάτω |