ανάλογα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάλογα < αρχαία ελληνική ἀναλόγως ( < αρχαία ελληνική ἀνάλογος ) + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]ανάλογα (& λόγιο αναλόγως)
- σε συμφωνία με κάτι, κατ' αναλογία, λαμβάνοντας έμμεσα και γενικά υπόψη κάποια μεγέθη (όχι απαραιτήτως κυριολεκτικά με ακριβείς αναλογίες και αναλογικά)
- Ο τεμαχισμός πρέπει να γίνει ανάλογα με τις διαστάσεις που θέλουμε να δώσουμε
- Το χαράτσι λογαριάζεται ανάλογα με τα τετραγωνικά του σπιτιού, την παλαιότητα, ...
- Δεν διάβασε, αλλά συγκέντρωσε ως εκ θαύματος 15.900 μόρια, καλά έγραψε. Ανάλογα με το διάβασμά του, θα έλεγα ότι έγραψε πσραπάνω κι από τέλεια
- σύμφωνα με τις συνθήκες, σε αναλογία με κάποιο άλλο μέγεθος, με το μέγεθος ενός παράγοντα που εμείς θεωρούμε ουσιαστικό ή που όντως είναι
- -Θα πάτε στην Κρήτη φέτος; -Θα δούμε... Ανάλογα με τα κέφια μας
- ταιριαστά, με τον τρόπο που αρμόζει, με τρόπο αντίστοιχο
- Αφού αυτός είναι γαϊδούρι, αν του απαντούσα ευγενικά θα ήταν ξένη γλώσσα για δαύτον. Του μίλησα λοιπόν ανάλογα για να συνεννοηθούμε
- Έπρεπε να ξοδέψω για καλό φουστάνι, γιατί όπως καταλαβαίνεις έπρεπε να ντυθώ ανάλογα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανάλογα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ανάλογα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάλογο